Χαβαλιέ

Η Χαβαλιέ είναι η Ελλάδα του Μουρμούρα, των γεννημένων Μύθων, μα και των κατασκευασμένων.

Είναι η δική μας Ελλάδα, μα και η Ελλάδα των Βιαστών και των ατάλαντων Θεατρίνων της.

Ένας παλιός Κομμουνιστής, ένας μάγκας απ’ το Βαρδάρι και ένα «παιδί» της Μεταπολίτευσης, κατηγορούν και απολογούνται, περηφανεύονται και ντρέπονται, αναλαμβάνουν το μερτικό που τους ανήκει, στα καλά και στα άσχημα, γιατί όπως λέει και ο πρώτος «Τίποτα δεν προέρχεται από παρθενογένεση».

Το «χθες» και το «σήμερα» ανακαλύπτουν πως είναι συγγενείς, παλιοί εραστές που χάθηκαν, μάνες που χώρισαν από τις κόρες και γιοί από τους πατεράδες.

Καλλιτέχνες και Παλιάτσοι, συγκρούονται για μια θέση στο «σανίδι». Περίεργοι Πολέμαρχοι δίνουν αποκλειστικές παραστάσεις και προσφέρουν στους θεατές κονιάκ με πάγο και κοκτέιλ από λάδι και ρετσίνι.

Παράδεισοι γίνονται μπουλόνια και λαμαρίνες και άλλοι σώζονται από γάτες.

Στη «δική μου Σαλονίκη», το πρώτο βιβλίο της «Χαβαλιέ που τη λέγανε Ελλάδα», ζωντανεύει μια άλλη Θεσσαλονίκη, που λίγοι γνωρίζουν.

Η Σαλονίκη του Ξενοφώντα και των φίλων του, που κοκκινίζει από ντροπή, μα και από ζωή. Μπερδεμένη ανάμεσα σε κόκκινα λαμπάκια και κόκκινες σημαίες, ξεχασμένη από την άλλη πόλη, ψάχνει για χρόνια να βρει ταυτότητα και δεν τη βρίσκει, γιατί έχει πολλές.

Μακρινοί οδοιπόροι από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία, την Πόλη και την ρημαγμένη ενδοχώρα, σμίγουν με τους ντόπιους και φτιάχνουν νέες κοινότητες.

Γλυκαίνουν τους ουρανίσκους με σάμαλι και ζεσταίνουν τα παγωμένα μέλη με σαλέπι.

Στροβιλίζονται σε λάσπες και χώματα, φτιάχνοντας παράγκες από υλικά σκόρπια και δεύτερο χέρι.

Βλέπουν Εβραίους να ξεσπιτώνονται και συγκρούονται με ταγματασφαλίτες.

Συναντούν κυρίες που είναι πόρνες και πόρνες που είναι κυρίες. Απορούν για την βασίλισσα που εξολοθρεύει χωρικούς, μα διαλέγει έναν απ’ αυτούς και τον κάνει κυβερνήτη.

Ακόμα πεταλώνουν άλογα στη Ραμόνα, όταν δέχονται πεσκέσι ένα διαστημόπλοιο. Το στέλνουν οι φίλοι από τη Ρωσία κι ας είναι οι Πολέμαρχοι στην εξουσία.

Ψωνίζουν «ευκαιρίες» στο Βαρδάρι, μα δεν ξεχνούν τον Άρη:

«Δεν βαριέσαι….Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν»

Χαβαλιέ…..Ένα παραμύθι, πιο αληθινό από την ιστορία τους

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Στην μνήμη του….Εθνάρχη, Κωνσταντίνου Καραμανλή

-Μέρες Μαγιού του 1957, «σκάει μύτη» στην Αθήνα, Γερμανός τουρίστας. Μαξ Μέρτεν, το όνομα του, μόνο που τουρίστας δεν ήταν, μα ούτε αδιάφορος. Ήρθε να καταθέσει σαν μάρτυρας υπεράσπισης του χασάπη Μάϊσνερ, παλιού συναδέλφου, όταν κι αυτός ασκούσε το επάγγελμα του σφαγέα.
Ήρθε μάλιστα με την ιδιότητα ψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου δικαιοσύνης, της «δημοκρατικής», πλέον, Γερμανίας!
Και από πότε, θα μου πεις, διώκονται οι σφαγείς αμνών και εριφίων;
Αμνών και εριφίων, όχι…Μα ανθρώπων και μάλιστα χιλιάδων, πρέπει να διώκονται. Σαν τον Μαξ Μέρτεν, δηλαδή, που ευθύνεται για την εξόντωση 55.000 Εβραίων της Σαλονίκης!
Ρουθούνι δεν άφησε ο εκλεκτός Άρειος του Φιρφύρερ, αφού προηγούμενα φρόντισε να απαλλάξει τους ευκατάστατους και από την τελευταία τους λίρα. Δεν άφησε όμως παραπονεμένους και τους ντόπιους Ταγματασφαλήτες, στους οποίους μοίρασε σπίτια και επιχειρήσεις των βολεμένων Εβραίων!
Χωρίς ίχνος ανησυχίας, μιας και γνώριζε καλά με ποιους είχε να κάνει, μπήκε στο γραφείο του δικαστή να υπερασπιστεί τον παλιό συνεργάτη, μα δεν ήταν η καλή του μέρα. Ο Τούσης τον αναγνώρισε, διάθεση να κάνει πως δεν βλέπει, δεν είχε και σε λίγο ο δήμιος της Σαλονίκης βρισκόταν στα χέρια της αστυνομίας!
Τον έχωσαν στη φυλακή της Καλλιθέας, μα ούτε κει φάνηκε να προβληματίζεται ιδιαίτερα. Κάλεσε μάλιστα, για την επικείμενη δίκη, μάρτυρες εκλεκτούς. Πρωταγωνιστές του Θιάσου του Αλή Καραμάν, όπως ο ανθυπαλιάτσος της Άμυνας, Γιώργος Θεμελής και η γυναίκα του Δοξούλα! Πρωταγωνιστές, που και στην περίοδο της κατοχής, Πρωταγωνιστές ήταν- πράγμα που γνώριζε καλά ο χασάπης.
Ταυτόχρονα, εξαπολύθηκε κύμα πιέσεων από την ηττημένη Γερμανία προς την νικήτρια Χαβαλιέ, για την απελευθέρωση του αξιωματούχου της!!
Ο Αρχισιδηρουργός της Γερμανίας, Αντενάουερ, πρωτοστατούσε σ’ αυτές τις πιέσεις, ως επικεφαλής Θιασάρχης δημοκρατικού Θιάσου, που γαλουχημένος στα ευγενή ιδεώδη του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης, προστάτευε και έδινε εργασία σε χιλιάδες Ναζιστές, που διώκονταν άδικα!!
Κρατούσε μάλιστα και 200 εκατομμύρια μάρκα, που έβαζε κάτω από τη μύτη του Αλή, υποσχόμενος να τον δανείσει, αν άφηνε ελεύθερο τον άνθρωπο του!
Τον Νοέμβρη του 1958, ο Καραμάν και ο Μπαστούνωφ υπέγραψαν στην Γερμανία τη σύναψη δανείου, δεσμευόμενοι –εκτός των άλλων- για την απελευθέρωση Μέρτεν και τη μη δίωξη όλων των εγκληματιών πολέμου 41-44!!!
Εντυπωσιακή η ευχέρεια της Γερμανίας, λίγο καιρό μετά την ισοπέδωση της, να δανείζει τέτοια τεράστια ποσά. Φήμες που έλεγαν πως την πριμοδοτούσε γενναία η Αμερική και πως τα βιομηχανικά της καρτέλ θησαύρισαν στη διάρκεια του μεγάλου πολέμου, ήταν απολύτως ακριβείς.
Εντυπωσιακότερο όμως ήταν το γεγονός, ότι ο Καραμάν δεν ζήτησε την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου από τους τέως κατακτητές, ούτε την καταβολή πολεμικών επανορθώσεων!
Δανείου που είχε αρχίσει να ξεπληρώνει, ο ίδιος ο Χίτλερ!!!!....Και πολεμικές επανορθώσεις που πήραν όλοι οι άλλοι, πλην Ελλάδας!!!
Αντ’ αυτών, ο Αλή προτίμησε δάνειο απ’ αυτούς που μας χρωστάγαν, με υπέρογκο επιτόκιο 6% και συμφώνησε σε είσοδο Γερμανικών εταιρειών, στην Ελληνική αγορά, με πρώτη και καλύτερη την αγία SIEMENSSIEMENS που υπήρχε στη χώρα μας και πριν, μα σε λανθάνουσα κατάσταση.
Η δίκη- Μέρτεν έγινε το Φλεβάρη του ’59 και «έφαγε» 25 χρόνια, κατά συγχώνευση. Αμέσως μετά αφέθηκε ελεύθερος, για να εκτίσει την ποινή στην….Γερμανία! Κάτι που φυσικά δεν συνέβη ποτέ, αφού μόλις πάτησε τα ποδάρια του στην πατρίδα, έπιασε και πάλι δουλειά στο υπουργείο.
Κατά την περίοδο που ήταν προφυλακισμένος στην Αθήνα, λίγο πιο πέρα βρισκόταν δέσμιος και κάποιος άλλος, που Γερμανός δεν ήταν, μα ούτε χασάπης.
Ο Μανώλης Γλέζος, που μαζί με τον Λάκη Σάντα κατέβασαν τη Ναζιστική σημαία από το κοντάρι, έξω από τον Οίκο της Παρθένας, πλήρωνε την αποκοτιά του να πολεμήσει τους εχθρούς της χώρας!
Όπως και χιλιάδες άλλοι, που έκαναν το ίδιο….Λάθος, γιατί δεν είχαν υπολογίσει, πως οι εχθροί της χώρας ήταν φίλοι με τους ιδιοκτήτες της χώρας!...Που σημαίνει, πως ήταν και είναι το ίδιο εχθροί για μας.
Ο Γλέζος λοιπόν, λίγο μετά τον Μέρτεν, δικάστηκε και καταδικάστηκε, όπως και ο Μέρτεν. Με μια μικρή διαφορά…Δεν αφέθηκε ελεύθερος όπως ο Μέρτεν, αλλά μέχρι το ξεκίνημα της Γ! Ελληνικής….Δημοκρατίας, πέρασε τη μισή ζωή του στις φυλακές!
Ο Αλέξανδρος έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε όρθιος:
-Δεν αντέχω άλλο βρε παππού …, δεν αντέχω! Γαμώ τη χώρα μας!
Ο γέρος σηκώθηκε και του είπε αυστηρά:
-Αυτό δεν θα το ξαναπείς! Η χώρα μας, είναι ότι ομορφότερο στον κόσμο και δεν είναι η ίδια με τη δική τους! Το κατάλαβες;
-Το κατάλαβα…. Συγχώρα με, δεν έπρεπε να πω τέτοια κουβέντα.
Τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε στο κεφάλι, πολλές φορές.
-Σε νιώθω γιε μου …, σε νιώθω…..
Κατέβασε τα χέρια και γυρνώντας την πλάτη, ψιθύρισε:

-Που να ‘ξερες, πόσες φορές την έχω διαολοστείλει εγώ!!

Διάβασε περισσότερα ... »

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Σπονδή σε ένα Κολαστήριο που κλείνει

Το τρένο τους άφησε στο Άργος, να  περιμένουν τα καμιόνια για το Ναύπλιο. Η ειδικότητα που πήρε πριν λίγες μέρες-ήταν αυτή που περίμενε: Σκαπανέας! Απ’ τα χρόνια του εμφύλιου μέχρι και τώρα- σήμαινε ένα και μόνο πράγμα: Αριστερός!
Και όμως, δεν γίνονταν μόνο οι Αριστεροί, σκαπανείς. Γίνονταν και νέοι, παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου, πέρα απ’ τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Κλοπή, ληστεία, αποβολή από όλα τα σχολεία, κάποιο σουγιάδισμα, φονικό-ήταν αιτίες που έστελναν πολλούς από τους πρωταγωνιστές τους, στο Ναύπλιο!
Άσχετα με την όποια θητεία στην φυλακή, για την έκτιση της ποινής, αργά ή γρήγορα έφτανε και η ώρα για την θητεία στο στρατό. Αυτόν δεν τον γλύτωνε κανείς, τουλάχιστον στην δική τους κοινωνική τάξη. «Ποινικός» ή «Πολιτικός».
Κατέβηκε με 2-3 άλλους τα σκαλιά του υπογείου, για να παραλάβει ιματισμό. Το μάτι έπεσε σε κάποιους που έσπρωχναν έναν τοίχο! Άκουσε μια αγριοφωνάρα να προστάζει: «Τι τους κοιτάς; Βοήθα να πάει ένα μέτρο παραπέρα!». Γύρισε και είδε έναν δεκανέα-απολειφάδι να τον κοιτά έντονα στα μάτια.
«Κάνε μου τη χάρη, ρε» και άνοιξε το βήμα να φύγει. «Τι είπες ρε στράβακα;», ούρλιαξε το …απολειφάδι και τον έσπρωξε. Τον έσπρωξε κι αυτός και ευτυχώς, εκείνη ακριβώς την στιγμή, έκανε την εμφάνιση του, ο αρχαίος και από μηχανής θεός!
«Τι συμβαίνει εκεί;». Δίχως να περιμένει απάντηση-τον κάλεσε: «Για πλησίασε, εσύ». «Κακά, ξεκινήσαμε», σκέφτηκε και στάθηκε μπροστά στο τραπέζι του ανθυπολοχαγού. Άρχισε να διαβάζει το χαρτί που είχε μπροστά του: «Μαυρομμάτης Γιάννης…πωλητής χρωμάτων αυτοκινήτων». «Αλήθεια, το λέει;», ρώτησε τον Γιάννη.
«Μάλιστα, κύριε ανθυπολοχαγέ». «Θέλω μισό κιλό χρώμα, για ένα μπάλωμα και δεν το βρίσκω πουθενά. Μπορείς να…». Συμφώνησαν να συναντηθούν την επομένη, για να κανονίσουν τα της αποστολής, αφού τον διαβεβαίωσε πως το χρώμα υπάρχει. Φορτώθηκε ότι του έδωσαν και πλησίασε την σκάλα. Ο δεκανέας έκανε πως δεν τον είδε. Οι άλλοι έσπρωχναν…
Η συνέχεια στον Πέτρινο λόχο και το Κέντρου Μηχανικού του Ναυπλίου-δεν ήταν ανάλογη. Το όμορφο κτήριο είχε τέσσερις θαλάμους, που στεγάζανε τις αντίστοιχες διμοιρίες. Στο ισόγειο, 2 διμοιρίες «ποινικών» και στον όροφο, άλλες 2 «πολιτικών»! Στην 3η είχε και μερικούς «ποινικούς» που χάλαγαν την…σούπα. Ήταν «τυχερός» γιατί τον έβαλαν στην 4η, την «καθαρόαιμη»!
Σε περισσότερα από 40 άτομα, οι 4-5 ήταν απόφοιτοι γυμνάσιου. Όλοι οι άλλοι πτυχιούχοι, κυρίως του πολυτεχνείου! Κάποιοι ήταν στο «Μετσόβιο» και τις μέρες του Νοέμβρη[1973]. Ο πιο γνωστός, ο Νίκος, έπιασε κρεβάτι πάνω από τον Γιάννη. Ύστερα από 37 χρόνια-«ανέβηκε» πολύ πιο ψηλά. Ο Μαυρομμάτης υπέθεσε πως δεν θυμόταν και πολλά απ’ το Ναύπλιο-Ούτε φυσικά από το Πολυτεχνείο!
Τα πράγματα αγρίεψαν απ’ την πρώτη μέρα. Πολύωρη εκπαίδευση και ακόμη πιο πολλά καψώνια. Στο πεδίο των ασκήσεων-ήταν εκ των ων ουκ άνευ η κατάληψη ενός υψώματος-του ίδιου πάντα! Τα παιδιά από το πανεπιστήμιο είχαν μεγάλο πρόβλημα, αφού οι περισσότεροι πλησίαζαν τα «30» και με την γυμναστική δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις.
Ο Γιάννης και μερικοί άλλοι βοήθαγαν όσο μπορούσαν. Οι «ποινικοί» κορόϊδευαν τους «λαπάδες γραμματιζούμενους». Το ύψωμα όμως ήταν το λιγότερο. Η ψυχολογική βία ήταν συνεχής και σε 24ωρη βάση. Μόνο τρεισήμισι χρόνια είχαν περάσει-από τον Ιούλη του 1974 και την …μεγάλη δημοκρατική αλλαγή.
Του στρατού προΐστατο ο Φασίστας Αβέρωφ και η στελέχωση του, παρέμενε αναλλοίωτη από τα χρόνια της Χούντας! Κάθε βράδυ, το Κρατητήριο ήταν γεμάτο από φαντάρους, που δέχονταν τιμωρίες για «ψύλλου πήδημα». Ο Γιάννης κατάφερε μόνο δύο φορές να βγει έξοδο στο Ναύπλιο, αφού αν δεν ήταν κρατούμενος- είχε το στρατόπεδο καραντίνα, ένεκα κρουσμάτων μηνιγγίτιδας!
Ο Πολιός, διοικητής του λόχου, ήταν  σιχαμερή προσωπικότητα, που τρέφονταν με σκευωρίες και ραδιουργίες. Η πληροφορία όμως που κυκλοφόρησε εκείνο το πρωινό, ξεπερνούσε ακόμη κι αυτόν! «Είχε μηνύσει στους ποινικούς, πως για όλα τους- τα βάσανα, φταίνε οι κομμουνιστές και πως αν δεν ήταν αυτοί, τα καλά παιδιά των διμοιριών του ισογείου-θα πέρναγαν ζωή χαρισάμενη»!!!!
Σαν  συνέχεια αυτής της πληροφορίας, ερχόταν μια δεύτερη, που πληροφορούσε πως «Οι ποινικοί θα μακελέψουν τους κομμουνιστές, για να περάσουν…καλύτερα». Διάλογοι και σελίδες ολόκληρες των βιβλίων του Μενέλαου Λουντέμη, ξύπνησαν στο μυαλό του, μετά από καιρό! Έδιωξε τις σκέψεις σαν ιερόσυλες! Δεν έχασε χρόνο. Βρήκε αμέσως τον «Σουρωτήρη» και τον κοίταξε στα μάτια….
 Είχαν γίνει φίλοι από την πρώτη μέρα που πάτησαν στο Ναύπλιο. Παιδί του Βαρδαριού, ο Γιάννης, γνώριζε την «γλώσσα» των Λούμπεν συνομηλίκων του και δεν είχε αναστολές- αν ξεχώριζε κάποιον απ’ αυτούς, να τον πλησιάσει. Ο «Σουρωτήρης» ανταποκρίθηκε και έγιναν φίλοι καρδιακοί! Κάποιοι απ’ τους συντρόφους του Γιάννη-είδαν την σχέση τους, με μισό μάτι, μα το αυτί του-δεν ίδρωνε!
Οι πέντε μαχαιριές που έριξε στον εραστή της μάνας του[πατέρα δεν είχε], έδιναν χωρίς κουβέντα στον Τρικαλινό, τον τίτλο του αφεντικού και στις δύο κάτω διμοιρίες! «Λοιπόν, φιλαράκι; Θα μας πλακώσετε και θα κάνετε μάγκα τον Πολιό;» «Τι να κάνω, ρε Γιάννη; Είναι κι αυτοί οι δικοί σας, που τη σπάνε στους καραβανάδες, ύστερα… εμένα δεν μ’ αρέσουνε οι κομμουνιστές. Μη βλέπεις εσένα…εσύ είσαι άλλο φρούτο».
Γέλασε και έβαλε το χέρι γύρω απ’ την πλάτη του. «Λοιπόν, άκου…» και άρχισε το μπούρου-μπούρου… Το απόγευμα τον άκουσε στα ντους να ξεφωνίζει: «Τα μαύρα μάτια σου, όταν τα βλέπω με ζαλίζουνεεεε…». Ήταν σουξέ της εποχής και ένας τρόπος για να αντέχεις το παγωμένο νερό, μέσα στο καταχείμωνο!
Πλησίασε εκεί που ακούγονταν η φωνή και του έκανε νόημα να σωπάσει: «Λοιπόν;»
«Όλα φίνα, όλα τσίφτικα…μη φοβάσαι ρε!». Έφυγε ξαλαφρωμένος. Τις επόμενες μέρες έμαθε πως δεν ήταν καθόλου εύκολη η αποστολή του «Σουρωτήρη», μα όλα λύθηκαν όταν γυάλισε το μάτι του!
Η «λόρδα» στο στρατόπεδο πήγαινε σύννεφο, μιας και το φαγητό δεν ήταν για ανθρώπους…ίσως ούτε και για ζώα, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που βρωμούσε σαν ψόφιο ποντίκι!! Ένα μεσημέρι έγινε σοβαρό επεισόδιο -από φαντάρους που αγανάκτησαν απ’ την ακραία υποβαθμισμένη σίτιση και αρκετές καραβάνες εκσφενδονίστηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις!
Η επέμβαση αξιωματικών και υπαξιωματικών «αποκατάστησε» την τάξη και το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν! Ευτυχώς οι τσέπες των περισσότερων στρατιωτών ήταν ακόμη γεμάτες- από χρήματα συγγενών και φίλων-που δόθηκαν μαζί με τις ευχές για «καλός φαντάρος». Έτσι μπορούσαν να τρώνε «από έξω» και να μη μείνουν «πετσί και κόκαλο»!
Όταν είδαν τον επιλοχία, πολλοί απόρησαν με το γεγονός πως μια τέτοια φυσιογνωμία ήταν «μονιμάς». Σε τίποτα δεν θύμιζε τις φάτσες των άλλων υπαξιωματικών. Λίγες μέρες μετά, το κουβάρι του μυστηρίου άρχισε να ξετυλίγεται. Ο Άρης έπαιρνε αναφορά- από το ύψους 2 μέτρων μπαλκόνι της εισόδου του λόχου. Φάνηκε να ζαλίζεται και πριν προλάβει οποιοσδήποτε να κινηθεί, έπεσε μπροστά στα έντρομα μάτια των φαντάρων.
3-4 μέρες αργότερα-βγήκε από το αναρρωτήριο[δεν είχε τίποτα σοβαρό!!!] και ανέλαβε καθήκοντα. Σε δέκα μέρες …ξανάπαθε το ίδιο! Και πάλι αναρρωτήριο. Μεταξύ ζαλάδων και υπηρεσιακών υποχρεώσεων, κύλησε η συνύπαρξη του, με την 131 σειρά, που χρωματίστηκε και με την άψογη συμπεριφορά του, προς όλους τους στρατιώτες!
Το μυστήριο βέβαια είχε λυθεί οριστικά, στο ενδιάμεσο διάστημα-όταν και άνοιξε την καρδιά του, σε δύο καλούς και έμπιστους φίλους. Ορφανός από πατέρα, στάλθηκε από τον κηδεμόνα-θείο στην σχολή υπαξιωματικών στρατού, στα Τρίκαλα, παρά την θέληση του!
Τις μέρες εκείνες, πήρε την οριστική απόφαση να πετάξει την στολή με κάθε τρόπο και οι…ζαλάδες ήταν ο…βασικότερος! Τρεις μέρες πριν ο Γιάννης και οι φίλοι του, αφήσουν πίσω τους- το Ναύπλιο, ο Άρης μεταφέρονταν στο 401 νοσοκομείο της Αθήνας. 4 χρόνια μετά, συναντήθηκαν τυχαία στην Σαλονίκη και οι χαρές που έκαναν δεν λέγονται. Ήταν πολύ περήφανος που έγινε φορτηγατζής!
Κοντοζύγωνε το Πάσχα του ’78 και επιλέχτηκε το άγημα που θα συνόδευε τον…επιτάφιο! Μέλη του αγήματος, οι γνωστοί στρατιώτες που ουδέποτε έλαβαν άδεια, κατά την τρίμηνη[μέχρι τότε] παραμονή τους, στο Κέντρο!!! Άδεια που έπαιρναν οι ίδιοι και οι ίδιοι, στην πλειοψηφία «ποινικοί»!
Μεγάλη Πέμπτη πρωί, φτάνει στο λόχο ο νέος διοικητής, που θα αντικαθιστούσε τον Πολιό. Ο επιλοχίας αποφασίζει να παίξει την τελευταία-υπέρ φαντάρων- ζαριά! Του δίνει τις άδειες του Πάσχα, προς υπογραφή, λέγοντας: «Έχουμε μια ανωμαλία εδώ, κύριε διοικητά…»
Η φήμη έφτασε στ’ αυτιά τους, ενώ έκαναν διάλειμμα απ’ τις ασκήσεις ακριβείας, μα δεν την πίστεψε κανείς. Στη μία, πήγαν για φαγητό. Οι αδειούχοι με τις στολές εξόδου και ο Γιάννης με τους Καταραμένους, στις φόρμες όπως πάντα! Ανακοινώθηκε πως αμέσως μετά-έχει έκτακτη αναφορά λόχου. Απόρησαν! Τα λεωφορεία ήταν ήδη παρκαρισμένα στο στρατόπεδο, αναμένοντας τους ταξιδιώτες.
Ο λοχαγός εμφανίστηκε στο μπαλκόνι, συνοδευόμενος από τον Άρη, που κράταγε τις άδειες. «Λοιπόν, όσοι ακούσουν τα ονόματα τους, παίρνουν τα χαρτιά και μπαίνουν μέσα να βάλουν στολές εξόδου. Όσοι δεν τα ακούσουν, μπαίνουν κι αυτοί μέσα, για να βάλουν φόρμες. Αμέσως μετά ξεκινούν ασκήσεις για τον αυριανό επιτάφιο»!!!!
Τα ονόματα έσκαγαν σαν μπόμπες. Κοίταγαν τα χαρτιά και δεν πίστευαν στα μάτια τους! Σε λίγα λεπτά ήταν έτοιμοι και γραμμή για τα λεωφορεία! Δεν το πίστεψε- Ούτε όταν έφτασε στο Βαρδάρι!!
Ο Κουρκουλούρης, ταγματάρχης και Βασιλοχουντικός, τους μάζεψε στις κερκίδες για ένα λογύδριο «επί τη λήξει της εκπαιδεύσεως» των σκαπανέων. «Σας προπαρασκευάσαμε για τις μονάδες, όπου και θα υπηρετήσετε την πατρίδα. Κυρίως…», έσκασε πονηρό χαμόγελο, «…ετοιμάσαμε μια καινούργια γενιά τρομοκρατών, για να μας τινάξει όλους στον αέρα»!!!!!!!!
«Αλλά μην ξεχνάτε…», το ύφος του, σκλήρυνε και πάλι, «…όταν συγκρούεται η πέτρα και το αυγό, πάντα το αυγό σπάει». Μουρμουρητά και ψιθυριστά μπινελίκια συνόδευσαν τον λόγο του! Η επόμενη ήταν Πρωτομαγιά του 1978 και οι φαντάροι- με τους σάκους στους ώμους-κίνησαν για τον Έβρο και τα ακριτικά νησιά. Αν και «εχθροί του έθνους», τους εμπιστεύτηκαν να φυλάξουν τα σύνορα του!!!!!!!!

Υ.Γ Γράφτηκαν πολλά για το Κέντρο Μηχανικού και τον Πέτρινο λόχο του. Βιβλία και πολυάριθμες καταγγελίες στις εφημερίδες, ακόμη και στις δεκαετίες της….Σοσιαλιστικής διακυβέρνησης-ΠΑΣΟΚ, στις δεκαετίες ’80-’90!!! Σε λίγες εβδομάδες το συγκεκριμένο κολαστήριο κλείνει, μαζί με τα περισσότερα Κέντρα νεοσυλλέκτων της χώρας, στα πλαίσια της …οικονομίας. Παραμένουν ανοιχτά, πολλά Κολαστήρια ακόμα, μέσα και έξω απ’ τον στρατό!  
Διάβασε περισσότερα ... »

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Τα Ληξιαρχεία της Ελλάδας και ο Γιαννάκης

Τα χρόνια εκείνα, το ληξιαρχείο του δήμου της Σαλονίκης δεν στεγάζονταν στο κτήριο του δημαρχείου. Βρίσκονταν σ’ ένα στενό κάθετο στην «Μοναστηρίου», 300 μέτρα απ’ το «Βαρδάρι».
«Σήκω παιδάκι μου, γιατί σήμερα πρέπει να πάρεις και το πιστοποιητικό γεννήσεως από το ληξιαρχείο. Σήκω γιατί θα έχει και «ουρά» και ένας θεός ξέρει, πότε θα καταφέρεις να πας στο σχολείο;»
Μισή ώρα μετά, έμπαινε κι αυτός στην σειρά, πίσω από καμιά πενηνταριά άλλους! Το κρύο ήταν τσουχτερό, αναγκάζοντας τον να περιμένει «πως και πως» την άφιξη του επόμενου, για να του καλύψει την πλάτη απ’ το ξεροβόρι.
Μέσα στο κατάστημα, χώραγαν δεν χώραγαν 10 άνθρωποι! Έξω απ’ αυτό-δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα, που έσβησε το τελευταίο κόκκινο λαμπάκι-απ’ τα πορνεία που το είχαν περικυκλωμένο!
Ένοιωσε θριαμβευτής σαν έφτασε επιτέλους η στιγμή και κατάφερε να μπει στο…μαγαζί. Όταν δε ακούμπησε και στον πάγκο, ρίγη συγκίνησης τον πλημμύρισαν για το κατόρθωμα του!
Κράταγε στο χέρι την αίτηση για το πιστοποιητικό και την έδωσε στον υπάλληλο μαζί με το κέρμα για το χαρτόσημο. Παρακολουθούσε με αγωνία τον άνθρωπο με τα πρόσθετα μανίκια[προστατευτικά του πουκαμίσου από τα μελάνια], που την έλεγχε προσεκτικά.
«Εσύ την έφτιαξες;»
«Ναι….μας έμαθαν στο σχολείο»
«Μπράβο!»
Στο πεζοδρόμιο, χωμένοι στα παλτά και στις σκούφιες τους και πάνω σε αυτοσχέδια τραπεζάκια, κάποιοι «γραμματιζούμενοι» έφτιαχναν τις αιτήσεις των αγράμματων, που ήταν πολλοί εκείνη την εποχή.
Ο «μανίκιας» άρχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες του τεράστιου βιβλίου, πιέζοντας κάθε τόσο τα δάχτυλα σ’ ένα βρεγμένο σφουγγαράκι.
«μμμάλιστα…Μαυρομμάτης Δημήτριος…Κλειώ…Γιάννης»
Ξεκίνησε να συντάσσει το πιστοποιητικό.
Μπαμ, μπουμ… Οι σφραγίδες προσγειώθηκαν πάνω του, σαν βόμβες!
«Ορίστε»
Πήρε το χαρτί και γραμμή για το σχολείο, που ήταν κοντά. Λίγο πιο πάνω συνάντησε τον σαλεπιτζή και δεν παρέλειψε να πάρει μια καυτή δόση σαλέπι, με τα ρέστα απ’ το χαρτόσημο.
Τα ληξιαρχεία της Σαλονίκης, των όμορων δήμων και όλης της Ελλάδας-δεν τέλειωναν όμως εκεί. Δεν ήταν μόνο αυτά που είχαν την ταμπέλα. Υπήρχαν και άλλα, με σφραγίδες ή χωρίς, που κατείχαν μάλιστα περισσότερες πληροφορίες από τις γραμματικές γνώσεις, τον τόπο γέννησης και την ημερομηνία αυτής, τα «άγαμος»-«έγγαμος» και τα στοιχεία των γονιών!
 Αστυνομία και Χωροφυλακή, Στρατός, Ενορίες, Μπακάληδες και υπαίθριοι Μανάβηδες, ψιλικατζήδες και Περιπτεράδες, Παρακρατικοί και κάθε λογής Παράνομοι, αδύναμοι στα αστυνομικά ζοριλίκια, σχημάτιζαν πολλά ληξιαρχεία, που όλα μαζί συνθέτανε ένα γιγάντιο, με έναν και μοναδικό σκοπό. Την προάσπιση του Έθνους από τον εσωτερικό εχθρό! Τον Κομμουνισμό. Υπαρκτό ή Ανύπαρκτο! Δεν έχει σημασία!!
Εκπρόσωποι των περισσοτέρων από τους παραπάνω-υπήρχαν φυσικά και στην γειτονιά του Γιάννη, με κορυφαία την Κατίνα την Μπακάλισσα! Είχε όμως κι άλλο ένα ληξιαρχείο, που όμοιο του-άλλη γειτονιά δεν είχε! Πουθενά στον κόσμο!! Τον Γιαννάκη!
Ο γιος του Γρηγόρη του λαχειοπώλη-ήταν ένα χρόνο μικρότερος από τον Γιάννη τον Μαυρομμάτη, γι’ αυτό και το Γιαννάκης! Ήταν πανέξυπνος και βιρτουόζος στην μπάλα της αλάνας.
Την πρωτοχρονιά του ’68, η θερμοκρασία ήταν στο 0, μα αέρα δεν είχε. Παρά τις διαμαρτυρίες και τις απειλές των γονιών, η τσακαλοπαρέα μαζεύτηκε σιγά-σιγά και τράβηξε για την πλατεία. Ένα ματσάκι 2-3 ωρών ήταν ότι έπρεπε!
Οι Γιάννηδες μπήκαν σε διαφορετικές ομάδες. Σε μια φάση που ο…μεγάλος μάρκαρε τον μικρό, ένας κύριος εμφανίστηκε από το πουθενά και τους μπέρδεψε. Άνοιξαν τα στόματα να γκρινιάξουν, μα ο άντρας τους πρόλαβε:
«Συγνώμη παιδιά. Κάποιον ψάχνω, μήπως μπορείτε να βοηθήσετε; «Φιλιππουπόλεως» 87…»
Ο Μαυρομμάτης έδειξε με το δάχτυλο τον Γιαννάκη.
Η οδός που πρόλαβε να πει ο άνθρωπος ήταν 600 μέτρα μακριά.
Ο μικρός-με ύφος χιλίων καρδιναλίων-ρώτησε:
-Ποιόν ψάχνετε;
-Γεωργιάδης Κώστας…
Δεν τον άφησε να συνεχίσει.
-Είναι φορτηγατζής, με δύο κόρες-την Μυρτώ και την Λουκία-πηγαίνουν στο δημοτικό του «Σκεπάρνη»….
-Ναι, ναι…, πρόλαβε να ψελλίσει ο άλλος
 -…έχει το φορτηγό μισό-μισό, με έναν Θανάση από την Δράμα. Έχουν βάλει γραμμάτια για να το ξεπληρώσουν και δουλεύουν νύχτα-μέρα. Η γυναίκα του, η Ζωή, αρρώστησε πριν τρεις μήνες και έκατσε στο νοσοκομείο 20 μέρες. Τώρα είναι καλά!
-Ναι, ναι…ξαναπρόλαβε ο άλλος και προσπάθησε να ρωτήσει πως θα τον βρει, μα του κάκου.
-…ήθελε κι έναν γιο, να του αφήσει το φορτηγό, μα δεν τα κατάφερε!...Είναι Παοκτσής, κάθε Κυριακή πάει στο γήπεδο…το Πάσχα πήγανε οικογενειακώς στην Δράμα, στο πατρικό του συνεταίρου του…
«Φτάνειειει…», ακούστηκε το ουρλιαχτό του Μαυρομμάτη.
«Πες στον άνθρωπο, πως θα πάει»
-Λοιπόν… μόλις φτάσετε στη γωνία, στρίβετε δεξιά από την εκκλησία. Περπατάτε περίπου 150 μέτρα και μετά αριστερά, όπως πάει ο δρόμος. 180 μέτρα ευθεία και 120 λοξά δεξιά. Εκεί  ο δρόμος φαίνεται αδιέξοδος, μα δεν είναι! Περνάτε απέναντι και τότε θα δείτε ένα στενάκι.
Μπαίνετε μέσα και στο δεύτερο ισόγειο παράθυρο θα στέκετε η κυρά-Ζαχάρω…
-Μα πως είσαι σίγουρος;
-Είμαι, γιατί είναι κουτσομπόλα!! Πάντα εκεί κάθεται!
Αυτή θα σας δείξει το σπίτι του κυρ-Κώστα! Έχει απ’ έξω μια δαμασκηνιά!
Το ύφος του ανθρώπου φανέρωνε κούραση και έμοιαζε σαν χαμένο. Ο μεγάλος Γιάννης ξαναμίλησε:
-Έχετε χαρτί και μολύβι;
-Ναι.
-Γιαννάκη…Γράφ’ τα, στον άνθρωπο, για να βγάλει άκρη!
Έκατσε σε μια πέτρα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι, μέχρι να τελειώσει την δουλειά ο μικρός.

Ο Γιαννάκης φυσικά δεν ήταν χαφιές, ούτε κάποιος άλλος απ’ αυτούς που συνθέτανε το τεράστιο Εθνικό ληξιαρχείο. Είχε απλά ένα χόμπι και ήταν κουτσουμπολάκος! Οι άλλοι όμως, μια χαρά έκαναν τη δουλειά τους, έστω και με μπακαλοτέφτερα!

Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Ιστορίες καλοκαιριών που πέρασαν: Μπαράκι για …. πολύ λίγους

-Επόμενη στάση, η Ανδροφλόγα. Οι πληροφορίες έλεγαν, πως ήταν νησί της  ηρεμίας και επαληθεύτηκαν εντελώς.
Ακουμπισμένοι στην κουπαστή, ενώ το καράβι έδενε, δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε πως το λιμανάκι ήταν πραγματικό και όχι ζωγραφιά.
Μια «ζωγραφιά», που εκτός της θάλασσας και της προβλήτας, είχε μόνο έναν καφενέ.
Αποβιβασθέντες εκ του πλοίου δύο και μια μοτοσικλέτα!
- Τουριστικό κύμα, έ;
- Κοσμοπλημμύρα!
Μπήκαμε και παραγγείλαμε καφεδάκια.. Ο γέρος, πριν βάλει το μπρίκι στη φωτιά, ρώτησε από πού ερχόμαστε.
Ήταν φανερό, πως δεν ήταν συνηθισμένος να βλέπει ξένους.
Ειδικά μάλιστα, όταν έμαθε πως είμαστε απ’ τη Σαλονίκη, μας κοίταζε σαν εξωγήινους.
- Ποιος να πάει στην Ανδροφλόγα, εκείνη την εποχή;
- Ακριβώς. Ήπιαμε τους καφέδες, πήραμε τις πληροφορίες μας και ξεκινήσαμε για τη Χώρα.
Ήταν ότι ακριβώς χρειαζόμασταν. Ορεινό χωριό, με τη θάλασσα να σκάει στις ρίζες του και σπίτια χτισμένα στους βράχους, να κρέμονται πάνω απ’ το πέλαγος και να σε βάζουν σε σκέψεις για την ασφάλεια τους.
Στην πλατεία, ένα μαγαζί για όλες τις ανάγκες, με τραπεζάκια  αραδιασμένα κάτω από ένα υπεραιωνόβιο πλατάνι.
Την επόμενη μέρα, ανακαλύψαμε και μια χασαποταβέρνα. Η απόφαση ήταν άμεση: Τα μεσημέρια σ’ αυτήν και τα βράδια στο πλατάνι.
Περάσαμε όμορφα στην Ανδροφλόγα . Η μοναδική απειλή ήταν η βαρεμάρα, αφού άλλους επισκέπτες -στη συγκεκριμένη  περίοδο-το νησί δεν είχε! Κάθε φορά όμως που μας «πλάκωνε», κάτι συνέβαινε, που ανανέωνε το ενδιαφέρον μας!
Το πιο ωραίο και αναπάντεχο, εμφανίστηκε μπροστά μας, την τρίτη νύχτα.
Αφού φάγαμε, πίνοντας και 2-3 κρασάκια με τους ντόπιους, είπαμε να περπατήσουμε.
«Που θα πάτε βρε παιδιά; Δεν έχει τίποτα, έξω απ’ το χωριό. Είναι και μαύρο σκοτάδι»
«Δεν πειράζει. Θα βαδίσουμε λίγο, να ξεμουδιάσουμε»
Περπατήσαμε αρκετά και πάνω που λέγαμε να επιστρέψουμε, ένα αμυδρό φως σε απροσδιόριστη απόσταση, μας τράβηξε την προσοχή.
« Τι είναι πάλι αυτό;», ρώτησα τη Μάχη.
«Τι να σου πω; Δεν πάμε να δούμε;»
- Κατευθυνθήκαμε προς το φωτάκι. Λίγα μέτρα μετά, κάτι σαν μουσική άρχισε να φτάνει στ’ αυτιά μας.
Κοιταχτήκαμε παραξενεμένοι. Όσο πλησιάζαμε, η μουσική δυνάμωνε.
Το θαύμα που πολύ θα θέλαμε να γίνει, έγινε!
Ένα πετρόκτιστο μπαράκι στη μέση του «πουθενά», με τσίγκινα τραπεζάκια και καρέκλες του σκηνοθέτη!
Μπροστά στα τραπέζια ένα αλώνι, διαμορφωμένο σε πίστα και πάνω της ένας τύπος με μακριά μαλλιά, να χορεύει σε ρυθμούς σκληρού ροκ!
Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Κάτσαμε διακριτικά, παρακολουθώντας τον άνδρα και τον μοναχικό χορό του.
Αρκετή ώρα μετά, ο δίσκος τέλειωσε και ο τύπος μουσκεμένος απ’ τον ιδρώτα, «προσγειώθηκε» και το βλέμμα του έπεσε πάνω μας.
Κούνησε το κεφάλι, να σιγουρευτεί πως βλέπει καλά.
- Γύρισε ο άνθρωπος στην πεζή πραγματικότητα.
- Μας προσβάλεις! Τα παιδιά σου, πεζή πραγματικότητα;
- Καλά, καλά, μην κάνεις έτσι. Μια κουβέντα είπα.
Ο φίλος ήταν μια ιδιαίτερη, όσο και ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Η σχέση του με το νησί προέρχονταν από τη μάνα του, που έφυγε από κει πριν πολλά χρόνια. Από τη μάνα του και το χωραφάκι, με το αλώνι της ροκ.
« Η ιδέα παιδιά, μου μπήκε από την πρώτη χρονιά που πάτησα τα πόδια μου στην Ανδροφλόγα και δεν άργησα να την υλοποιήσω», μας είπε και συνέχισε:
«Το επόμενο καλοκαίρι, αποβιβάστηκα στο νησί παρέα με πέντε φίλους, μερικά δοκάρια και τέσσερα πορτοπαράθυρα. Από πέτρες, όπως θα έχετε διαπιστώσει, στην Ανδροφλόγα έχουμε πλεόνασμα.
Σε δυό μήνες, το μπαρ ήταν έτοιμο!
Από τότε, έκτη χρονιά φέτος, έρχομαι από τον Μάη, κάνω τις απαραίτητες μικροεπισκευές και απολαμβάνω τη μοναξιά μου.
Ιούλιο και Αύγουστο, έρχονται οι φίλοι και η κοπελιά μου, κρατώντας υποχρεωτικά και τα «ξίδια» τους.
Εδώ κοιμόμαστε, εδώ τρώμε, εδώ πίνουμε. Ζωή χαρισάμενη!»
-Ομολογώ πως τον ζηλέψαμε. Το Χαβαλιέδικο όνειρο στην πράξη.
Περιττό να σου πω, ότι κάθε βράδυ μετά το φαγητό, κάναμε παρέα στον φίλο μας και λίγο πριν το ξημέρωμα τελειώναμε με καυγά, πάντα για τον ίδιο λόγο. Τον λογαριασμό!
-Παραδέχομαι πως είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για τη ζωή!
- Πράγματι. Όσο ζω θα θυμάμαι την Ανδροφλόγα, με τον Άλκη και το μπαράκι του και τον Κωνσταντή με τις φυλλάδες του.

- Τον ξεχάσαμε αυτόν. Για λέγε, για λέγε!

Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Αντί Λαμπράκη…. Εμμανουηλίδης, σε παράθυρο καρφωμένο!


Η Κλειώ βημάτιζε νευρικά στον στενό διάδρομο. Τα χέρια της είχαν αρχίσει  να τρέμουν, όπως κάθε φορά που την έπνιγε η αγωνία για τον άντρα της. Έσπρωξε μαλακά τον γιό της, στην πλάτη:
«Άντε Γιαννάκη, άντε παιδί μου, να κοιμηθείς. Είναι αργά και αύριο έχεις σχολείο»
«Ο μπαμπάς που είναι;»
«Θα έρθει. Είχε ραντεβού, να κουβεντιάσει για μια δουλειά»
Όμορφη Μαγιάτικη νύχτα, μα όχι για όλους! Στο μυαλό της γυναίκας στριφογύριζε ο Οκτώβρης του 1961 και το βράδυ εκείνων των άγριων εκλογών, που ο Δημητρός μπήκε στο δωμάτιο από το παράθυρο-άλλαξε το κουρελιασμένο του πουκάμισο με καινούργιο-και αφού της χάιδεψε βιαστικά τα μαλλιά-χάθηκε ξανά στο σκοτάδι!
Ο γιός της κοιμόταν όταν άκουσε τα βήματα στη μικρή σκάλα και σχεδόν ταυτόχρονα το χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε με λαχτάρα και  τον αγκάλιασε βουρκωμένη. Μούσκεψε απ’ τον ιδρώτα που κυλούσε πάνω του. Ο Γιάννης ξύπνησε, μα έκανε τον κοιμισμένο.
«Τι έγινε Δημητρό μου;…τι έγινε;»
«Φάγανε τον Λαμπράκη…χτύπησαν και τον Τσαρουχά»
«Τον σκότωσαν;»
«Δεν έχει πεθάνει ακόμα-αλλά δεν γλυτώνει»
Έκατσαν μαζί στην άκρη του ντιβανιού, που «κοιμόταν» ο γιός τους και κράταγαν τα κεφάλια τους. Τρεις μέρες μετά, ο Γρηγόρης πέθανε-ενώ η χώρα ολόκληρη συγκλονίζονταν από μαχητικές και ογκώδεις διαδηλώσεις, ενάντια στο παλάτι και την ακροδεξιά κυβέρνηση του Αλή Καραμάν.
Ο πιο συγκλονιστικός μήνας της ζωής του Λαμπράκη είχε λάβει τέλος, μαζί με τη ζωή του. Ξεκίνησε στις 21[!!!] Απρίλη του ’63, με την μοναχική  πορεία από τον Μαραθώνα στην Αθήνα και τέλειωσε στη Σαλονίκη στις 27 του Μάη.
Μια πορεία που στην διάρκεια της-παρακρατικοί και ασφαλίτες τον προπηλάκιζαν και απειλούσαν αδιάκοπα, ώσπου τον συνέλαβαν! Αφέθηκε ελεύθερος και έφυγε για Λονδίνο, όπου  συμπαραστάθηκε στην γυναίκα του Αμπατιέλου και στην προσπάθεια της να πείσει την βασίλισσα Θεοφρίκη, να  απελευθερώσει τον σύντροφο της.
Ο Λαμπράκης δεν έγινε δεκτός απ’ την βασίλισσα και σε συνέντευξη του-σε Αγγλική εφημερίδα- δηλώνει πως «Η Ελλάδα δεν κυβερνάται από την κυβέρνηση ούτε από τον βασιλιά, μα από την βασίλισσα». Η τελευταία ωρύεται: «Θα με απαλλάξει επιτέλους, κάποιος απ’ αυτόν;»
Σε έναν μήνα, ο Λαμπράκης δολοφονείται! Ανάμεσα στις διαδηλώσεις των επόμενων ημερών, ο Γεράσιμος συστήνει στον Δημητρό έναν συνάδελφο από το πανεπιστήμιο. Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι της «Αριστοτέλους»
«Από δω ο Θανάσης ο Γρέβιας. Έχει κάτι ενδιαφέρον να σου πει»
Απλώσανε τα χέρια, χαμογελώντας.
«Είδα τον Γρηγόρη στο νοσοκομείο. Λίγο μετά την μεταφορά του. Τον είχαν στο υπόγειο. Χωρίς ορούς, χωρίς διασωλήνωση. Σε νεκροκρέβατο»
Τον κοίταξε καχύποπτα. Οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια ήταν αγαθοί και καλής πίστης. Ξεχώριζαν τους γιατρούς σε «καλούς» και «κακούς», με βάση τις γνώσεις τους και τα αποτελέσματα. Δεν πίστευαν πως υπήρχαν γιατροί, που ξεχώριζαν ασθενείς από την ιδεολογία τους.
Με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τα εγκλήματα που έγιναν στο ΚΑΤ και σε άλλα νοσοκομεία-άλλαξαν γνώμη! Ο Δημητρός θυμήθηκε πολλές φορές τον Θανάση, νοιώθοντας την ανάγκη να απολογηθεί για την καχυποψία του, μα που να τον βρεί;
Ο καιρός πέρασε και η Γ! Ελληνική δημοκρατία πήρε τη θέση της χούντας. Μια μέρα του 1980, ο Γιάννης ανηφόριζε την οδό «Καραϊσκάκη», κατευθυνόμενος στην Εδμόνδου Ρονστάν. Η θεία του-η Ελένη-και η οικογένεια της, απέκτησαν δικό τους διαμέρισμα πρόσφατα και όφειλε μια επίσκεψη.
Κοντοστάθηκε μπροστά σ’ ένα καρφωμένο παράθυρο υπογείου, που του τράβηξε την προσοχή. «Άλλο ένα άχρηστο υπόγειο διαμέρισμα….», σκέφτηκε. «…Αντί να κάνουν πάρκινγκ, μετέτρεψαν τα υπόγεια σε κατοικίες, για την κονόμα. Μόνο φίδια δεν θα έχει μέσα!»
Λες και ο «τύπος» διάβασε τη σκέψη του και αγγίζοντας τον ελαφρά στο μπράτσο, είπε: «Μόνο φίδια δεν έχει μέσα! Έχει όμως έναν αρουραίο, νααααα…» και άνοιξε τα χέρια διάπλατα.
Ο Γιάννης τον κοίταξε και ρώτησε: «Μόνο έναν;»
«Έναν αλλά τεράστιο. Μπορείς να τον πεις και χοντροσκούληκο! Έχει και όνομα!!»
«Είναι τρελός ο άνθρωπος», σκέφτηκε και του χαμογέλασε αμήχανα.
«Εδώ μέσα, φίλε μου, μένει ο περίφημος Εμμανουηλίδης, ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λαμπράκη», ανακοίνωσε ο άλλος με πομπώδη τρόπο!
Τον κοίταξε έκπληκτος, με τη δυσπιστία ολοφάνερη στα μάτια του. Ο απρόσμενος συνομιλητής την είδε: «Αλήθεια σου λέω, φίλε μου. Βγαίνει απ’ την τρύπα του, μιά-δυό φορές την ‘βδομάδα και πάει περίπτερο και σούπερ-μάρκετ. Ύστερα, ξανά μέσα!»
Ο Γιάννης ψιθύρισε: «Ευχαριστώ φίλε. Καλό απόγευμα». Λίγα μέτρα μετά, έστριψε δεξιά στην «Ρονστάν» και στην απέναντι πλευρά είδε τον αριθμό που έψαχνε. Έκατσε στη θειά του περίπου μία ώρα, μα το μυαλό ήταν αλλού.
Πήρε να σουρουπώνει όταν τους χαιρέτησε και ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Απέναντι απ’ το υπόγειο του….Εμμανουηλίδη, είχε στήσει «πηγαδάκι» μια παρέα νεαρών και τρωγόντουσαν για το ποδόσφαιρο. Κατευθύνθηκε προς τα κει.
«Καλησπέρα, παιδιά. Ξέρετε ποιος μένει στο υπόγειο, με το καρφωμένο παράθυρο;»
«Ο μαγκίτης, ο Εμμανουηλίδης. Τι μαγκίτης, δηλαδή; Ένα ρεμάλι είναι! Στα νιάτα του- «πήδαγε» παιδάκια-αλλά είχε άκρες με τους Μπάτσους, αφού κάρφωνε άλλους μαγκίτες και κομμουνιστές. Ύστερα «έφαγε» έναν απ’ τους τελευταίους και τον έβαλαν φυλακή. Έκατσε όμως λίγο, γιατί ήρθαν οι δικοί του[Χούντα-1967] στα πράγματα και τον άφησαν ελεύθερο.
Μετά το 1974 ζει στα σκοτάδια. Φοβάται και την σκιά του. Παίρνει, λένε, μια σύνταξη του ΟΓΑ»
Ευχαρίστησε και έφυγε πλημμυρισμένος από σκέψεις. Ένοιωθε πως αν μπει στο λεωφορείο θα σκάσει! Ότι και  να σκεφτόταν – είχε αφετηρία εκείνη τη νύχτα-που κάνοντας τον κοιμισμένο-έμαθε για το χτύπημα στον Λαμπράκη.
Την τρελή επιθυμία, που γεννήθηκε μέσα του, να μεγαλώσει γρήγορα και να τσακίσει τους δολοφόνους. Ορίστε λοιπόν! Είχε τον έναν «μπροστά» του! Ένα τρομοκρατημένο ερπετό, που φυτοζωούσε στο σκοτάδι και έτρεχε πανικόβλητο-για λίγο- στο μπακάλικο.
Που όλοι πρόσεχαν  μη τους αγγίξει και τους βρωμίσει! Μη τους αγγίξει το «χέρι» κάποιων άλλων «Εμμανουηλίδηδων», που ήταν τα «μυαλά». Χρυσοβαθμοφόρων της παραστρατιωτικής χωροφυλακής της Σαλονίκης. Εγκληματιών που ορκίζονταν στην πατρίδα, που την έλεγαν Θεοφρίκη, μα και Αμερική και Αγγλία και Γερμανία!
Και πάνω απ’ αυτούς, κάποιες άδειες χλαμύδες ξενόφερτων Δυναστών και Λαδέμποροι και πλούσιοι Δωσίλογοι της κατοχής και εξωνημένοι Παλιάτσοι που υποδύονταν τους πολιτικούς. Μα και ένας άλλος, που συγκέντρωνε όλα τα παραπάνω!
Ο Αστέρας από τις Σέρρες, που «έγραψε ιστορία» με το περίφημο υπαρξιακό ερώτημα: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους, αυτή τη χώρα;». Ερώτημα για το οποίο ήξερε πολύ καλά την απάντηση! Και Δικός του άνθρωπος ήταν ο Εμμανουηλίδης, όπως Και ο Κοτζαμάνης και Όλοι οι Εμμανουηλίδηδες και Κοτζαμάνηδες! [Οι άνθρωποι του στην ΕΡΕ-τους ανακάλυπταν στους Βόθρους της κοινωνίας και στο λούμπεν προλεταριάτο, ώστε να τους μετατρέψουν σε εργαλεία[χέρια], για τους σκοτεινούς σκοπούς του ίδιου και των συνεταίρων του].
Όπως ήξερε και για την αντισυγκέντρωση των Παρακρατικών της πόλης-ενάντια στον Λαμπράκη και στους συντρόφους του. Όπως ήξερε και την απόφαση για «στραπατσάρισμα» του τελευταίου και δεν έκανε τίποτα να την εμποδίσει! Πράγμα πολύ εύκολο γι’ αυτόν!
Δεν περίμενε βέβαια να τον σκοτώσουν, ούτε το επιθυμούσε. Δεν ήταν βλάκας και γνώριζε πως κάτι τέτοιο δεν τον σύμφερε. Μόνο που όφειλε να γνωρίζει και κάτι άλλο. Πως σε τέτοιες περιπτώσεις, η ζωή απέχει ελάχιστα από τον θάνατο!
Έτσι έσβησε η ζωή του ανθρώπου, που την αγάπησε πολύ. Που την οραματίσθηκε για όλους και όχι μόνο για λίγους. Έσβησε ο ήλιος του Μαραθώνα και της Ελλάδας. Αντικαταστάθηκε απ’ το σκοτάδι και την ασχήμια που το συνοδεύει. Το σκοτάδι που επιβάλουν οι Κύριοι, με Αρουραίους, Προαγωγούς και Κοινωνικά Αποβράσματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά-ούτε θα ήταν η τελευταία.
Τους χρησιμοποιούν σαν εργαλεία, για να διαιωνίζουν την εξουσία τους. Όσο τους χρειάζονται! Ο Εμμανουηλίδης-για τους Άρχοντες-δεν άξιζε κάτι παραπάνω από μια ψευτοσύνταξη και πολλά «στραβά μάτια», στις ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις του. Η ασχήμια επιβλήθηκε άλλη μια φορά και το σκοτάδι θάμπωσε  τη ζωή. Γι’ αυτό και η τελευταία έχει τόσο αποκρουστικό πρόσωπο.
Θυμήθηκε  τον ¨Τίγρη», με το πλατύ και ζεστό  χαμόγελο, κάθε που τον συναντούσε σε πορείες και συγκεντρώσεις. Έφτανε  να του απαλύνει τον πόνο, που γεννούσαν οι μαύρες σκέψεις. Εκείνη τη νύχτα, ξάπλωσε νωρίς..
Η αλήθεια  είναι πως χωρίς τον οικοδόμο, Μανώλη Χατζηαποστόλου, που σαν τίγρη πήδηξε στην καρότσα του Κοτζαμάνη και πέταξε κάτω τον Εμμανουλίδη-Δεν θα μαθαίναμε ποτέ γι’ αυτούς και το καρφωμένο παράθυρο που είδε ο Γιάννης-δεν θα έκρυβε τίποτα περισσότερο από ένα ακατοίκητο υπόγειο.  

Ο Αρουραίος και ο Χατζηαποστόλου έφυγαν μαζί απ’ τη ζωή, την πρώτη  Μάη του 2001!!!!
Διάβασε περισσότερα ... »

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Και Μάνα… Και Σμυρνιά… Και Κοκκινιώτισσα…

Τούτες τις μέρες-τον Μάρτη του ’44-εξελίσσονταν η Μάχη της Κοκκινιάς, πρώτο μέρος της τριλογίας που συνεχίστηκε με το Μπλόκο του Αυγούστου και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου.
Ο λαός της Κοκκινιάς, με την καθοδήγηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, έγραψε  πραγματικό έπος απέναντι σε Γερμανούς και Ταγματασφαλίτες. Πέτυχε  απίστευτη νίκη, πολεμώντας ακόμα και με πέτρες-λόγω έλλειψης πυρομαχικών-ενάντια σε πολλαπλάσιους και άριστα εξοπλισμένους εχθρούς.
Πολλές πηγές-χάρτινες και διαδικτυακές-αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια σ’ αυτή τη λαμπρή σελίδα του αγωνιζόμενου λαού μας. Εγώ θα περιοριστώ στην προέλευση και στα  χαρακτηριστικά των ανθρώπων που μάτωσαν εκείνες τις μέρες, επαναφέροντας μια ιστορία που δημοσίευσα παλαιότερα και είμαι βέβαιος πως στις εικόνες της, πολλοί θα δουν ανθρώπους δικούς και σπίτια γνώριμα.

Ήταν χαράματα της 4ης  Δεκέμβρη του ’44 και το 6ο Σύνταγμα Πειραιά του ΕΛΑΣ, μόλις πριν λίγο είχε καταλάβει το Ε! Αστυνομικό Τμήμα  Κοκκινιάς. Ο λεβεντόκορμος νέος περιπολούσε 100  μέτρα μακριά του, στρέφοντας το κεφάλι πότε εδώ και πότε κει, μη ξέροντας από πού θα του ‘ρθει! Τα φυσεκλίκια σταυρωτά και κρεμασμένο στον δεξί ώμο το Εγγλέζικο Τόμιγκαν, που άρπαξε από τον χωροφύλακα,
Άναψε τσιγάρο, που τόσο του είχε λείψει και με την πρώτη ρουφηξιά κόντεψε να πνιγεί! Χίλιες φορές να έβλεπε Εγγλέζους και άλλες χίλιες Ταγματασφαλίτες, μα κείνη η φιγούρα στην αρχή του δρόμου, του πάγωσε το αίμα!
Ήταν δεν ήταν ενάμισο μέτρο στο ύψος και βάλε το μισό στο πλάτος. Είχε την ανάστροφη της αριστερής  παλάμης στη μέση της και με τη δεξιά στο μέτωπο ερευνούσε τον ορίζοντα. Δεν τον είχε δει.
Σκέφτηκε να κρυφτεί στη γωνία, μα δεν του ‘κανε καρδιά! Της κούνησε το χέρι. Σαν μπάλα κύλησε στο δρόμο και σε απρόσμενα σύντομο χρόνο στάθηκε μπροστά του. Κατακόκκινη, λαχανιασμένη. «Σκύψε!», τον πρόσταξε. Προσπάθησε να μαζέψει όσο μπορούσε το τεράστιο κορμί του, για να φτάσει στο ύψος της! Τεντώθηκε κι αυτή, πατώντας στα δάχτυλα.
Φλάπ!....Η ελαστική της παλάμη προσγειώθηκε στο αριστερό του μάγουλο και ο ήχος ακούστηκε μακριά! Παρά την αξουρισιά του, θα μπορούσε κάποιος [αν ήταν εκεί] να διακρίνει την κοκκινίλα! «Τι βαράς ρε μάνα;», διαμαρτυρήθηκε, ενώ κοίταζε τριγύρω μήπως τον πήρε κάποιο μάτι! Ευτυχώς κανείς!
«Πανάθεμα σε…Πανάθεμα σε…Που κακό ψόφο να Μην έχεις!....» 
«Κάνε βρε μάνα πιο σιγά, πόλεμο έχουμε…»
Έβαλε και τα δυό χέρια στη μέση και τον κοίταξε περιπαιχτικά, ειρωνικά: «Πόλεμο; Κοιτάξτε γειτόνοι ένα μούλικο που κάνει πόλεμο!....Έχει και σφαίρες και ντουφέκι!...Τι λες βρε Πεζεβέγκη;… Μια σταλιά παιδί!!!....Είσαι εσύ για πόλεμο, που δεν ξέρεις ακόμα τι έχεις στο βρακί σου;»
Την έκρυψε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε: «Ηρέμησε μάνα, ηρέμησε…. Πάρτο απόφαση, μεγάλωσα πιά και αυτό εδώ….Δεν είναι ντουφέκι!» Η Σμυρνιά κατάπιε γρήγορα το σάλιο που της έκατσε στο λαρύγγι και ξαναφόρεσε το ύφος που είχε πριν: «Και ο άλλος; Που είναι ο άλλος; Που κοπροσκυλιάζει ο ακαμάτης ο αδελφός σου; Κοίταξε κακομοίρη να τον βρεις και να έρθετε στο σπίτι, να φάτε κατιτίς!...»
«Είναι σε άλλη υπηρεσία, μάνα μου…Σε παρακαλώ!...Σήμερα δεν γίνεται, μα σου υπόσχομαι πως αύριο θα έρθουμε…»
«Είναι σε άλλη υπηρεσία…», επανέλαβε η μάνα και κοίταξε στον ουρανό. Προσπάθησε να την αγκαλιάσει ξανά, μα δεν τον άφησε. Γύρισε την πλάτη και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Πενήντα μέτρα μετά, κοντοστάθηκε και τον κοίταξε για λίγο. Απομακρύνθηκε οριστικά.
Το πρώτο φως της μέρας προσπαθούσε να ξεδιαλύνει το σκοτάδι, όταν μπήκαν αλαφροπατώντας στην αυλή, προσέχοντας μην κάνουν θόρυβο. Η Σμυρνιά όμως ξαγρυπνούσε και η πόρτα που άνοιξε τους ξάφνιασε. Τους έμπασε στο σπίτι σπρώχνοντας αγχωμένα και ψιθυρίζοντας: «Πανάθεμα σας!... Πανάθεμα σας!... Που κακό ψόφο να Μην έχετε!...». Έκλεισε την πόρτα  και χάθηκε στις αγκαλιές των….Θεριών της. Στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας, ο πατέρας παρακολουθούσε τη σκηνή με  βλέμμα θολό και το στήθος να φουσκώνει από περηφάνια.
Είχε γλυτώσει κατά λάθος το μπλόκο της Κοκκινιάς, μα τον ταλαιπωρούσε η κακή υγεία του. Η Σμυρνιά σφύριξε σαν φίδι: «Εσύυυυ!... Εσύ φταις για όλα!!!....Που έκανες τα τζιγέρια μου σαν τα μούτρα σου!!!»
«Καλά…Καλά…», είπε αυτός συγκαταβατικά, «…..Βάλτους μπομπότα να φάνε και δώσ’ τους και το γάλα που έφερε η….»


Από  εξιστόρηση φίλης, για τα κατορθώματα της θειάς της, της Σμυρνιάς. 

Διάβασε περισσότερα ... »

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Χειμώνες της Ελλάδας

 
Βαρύς ο φετινός χειμώνας και μοιραία το μυαλό γυρίζει σε αντίστοιχους παλαιότερους, που χάραξαν έντονα με το πέρασμα τους, το κρύο χρονολόγιο της χώρας. Ας ταξιδέψουμε σ’ έναν απ’ αυτούς, μέσα από τις σελίδες της «Χαβαλιέ».
Ζόρικος χειμώνας, ο χειμώνας του ’63.
Κάθε λίγο και λιγάκι, η Θεσσαλονίκη «ντύνονταν» στα λευκά και το κρύο στις αραιοκατοικημένες συνοικίες της, γίνονταν ανυπόφορο.
Οι άνθρωποι έβγαιναν από τα σπίτια μόνο για σοβαρό λόγο και δύσκολα αποχωρίζονταν την παρέα της ξυλόσομπας.
Η βρύση στη γωνιά του οικοδομικού τετραγώνου πάγωνε στη διάρκεια της νύχτας και το πρωί οι νοικοκυρές την «έλουζαν» με βραστό νερό, για να καταφέρουν να «ξανατρέξει» και μπορέσουν να γεμίσουν στάμνες και κουβάδες.
Εκτεθειμένες για ώρα πολλή στον «Βαρδάρη», που τις «περόνιαζε» κι ας φόραγαν ότι είχαν και δεν είχαν.
Μεγάλη ταλαιπωρία η προμήθεια του νερού εκείνα τα χρόνια, το χειμώνα όμως ήταν μαρτύριο.
Ο Μουρμούρας είχε να κάνει μεροκάματο τρεις μήνες κι έπεσε σε κατάθλιψη.
Ούτε στο καφενείο δεν μπορούσε να πάει πια, μα ούτε ήθελε να βλέπει και κανέναν.
Ακόμα και ο Ξενοφώντας δεν τολμούσε να του μιλήσει και δεν ήξερε πώς να τον χειριστεί.
Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε δυνατά και το λιγοστό φως που έμπαινε από το σαγρέ κρύσταλλο, χάθηκε.
Μια τεράστια σκιά μπροστά του, σκοτείνιασε εντελώς το σπίτι και η φωνή ολοκλήρωσε το ξάφνιασμα της Κλειώς και του Δημητρού.
-Μήτσο…Μήτσο!…Μέσα είσαι;
Ο Μουρμούρας έκπληκτος απ’ τον απρόσμενο επισκέπτη, σηκώθηκε και γυρνώντας προς την Κλειώ είπε:
-Ο Παναγιώτης…Ο Παναγιώτης ο ψηλός είναι.
Άνοιξε την πόρτα και ένας άνθρωπος δύο μέτρα, με τεράστιες πλάτες, ροδοκόκκινα μάγουλα και κάτασπρα μαλλιά, έκανε την εμφάνιση του.
Τους χαιρέτισε κι έπειτα έβγαλε από την τσέπη μια μεγάλη σοκολάτα, που την πρόσφερε στον Γιαννάκη.
Ο μικρός κοίταξε τον Μουρμούρα κι αυτός του έγνεψε να την πάρει.
-Ευχαριστώ «θείο» Παναγιώτη.
Η χερούκλα του «θείου» χάιδεψε το κεφαλάκι του.
-Τι έγινε μάστορα; Έτσι είπαμε; Γιατί χάθηκες;
-Χέσ’τα Παναγιώτη! Νομίζω πως καταλαβαίνεις.
-Καταλαβαίνω, αλλά δεν κάνουν έτσι οι άνθρωποι.
Η Κλειώ του έψησε καφέ. Μόνο γι’ αυτόν! Ο «ψηλός» υποπτεύθηκε την αιτία.
Ρούφηξε μια γουλιά. Ήταν πολύ ελαφρύς. Τώρα ήταν σίγουρος.
Ήθελαν να πουν πολλά. Δεν είπαν τίποτα.
Σηκώθηκε και τύλιξε το κασκόλ γύρω απ’ το λαιμό του.
-Κατέβα καμιά μέρα απ’ το Καραβάν Σαράι να τα πούμε.
-Θα δούμε Παναγιώτη…Θα δούμε.
Έκατσε στη θέση του σκεφτικός και η Κλειώ πλησίασε να πάρει το φλιτζάνι .
- Τι είναι αυτός ο φάκελος Δημητρό μου; Εσύ τον έβαλες;
Ένας άσπρος φάκελος, που βρισκόταν κάτω απ’ το τραπεζομάντιλο, φάνηκε καθαρά όταν αποχωρίστηκε το πιατάκι που τον κάλυπτε.
Ο Μουρμούρας τον πήρε στα χέρια. Έβγαλε από μέσα μια δεσμίδα χιλιάρικα! Τα μέτρησε.
- …18…,19…,20! Ο «ψηλός»… Αυτός τον άφησε.
Τινάχτηκε πάνω και βγήκε στο δρόμο όπως ήταν. Έστριψε στην «Ηλιουπόλεως» και φτάνοντας στο καφενείο του Αγάπιου, είδε τον Παναγιώτη να περπατά βαριά πάνω στο χιόνι, μπροστά στο παπλωματάδικο του κυρ-Ανέστη.
Του φώναξε να σταματήσει.
- «Ψηλέ», αυτό που έκανες δεν το δέχομαι, είπε λαχανιασμένος μόλις τον πλησίασε και προσπάθησε να του βάλει το φάκελο στην τσέπη.
Μια σάρκινη «τανάλια» του άρπαξε το χέρι!
-Μήτσο, σε ξέρω και με ξέρεις. Από μένα δεν περιμένει κανείς το παραμικρό.
Έχεις οικογένεια και είναι άδικο να στερείστε. Αν δεν τα δεχτείς δεν θέλω να μου ξαναμιλήσεις, ολοκλήρωσε ο Παναγιώτης και χαλάρωσε την «τανάλια».
Ο Μουρμούρας τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα και του Παναγιώτη όμως, είχαν γίνει σαν τα μάγουλα του.

Γυρνώντας στο σπίτι, σταμάτησε στο μπακάλικο της Κατίνας.
Διάβασε περισσότερα ... »